ιπποδάμεια

ιπποδάμεια
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I. έπρεπε να διαγωνιστούν στην αρματοδρομία με τον Οινόμαο, ο οποίος με τα ταχύτατα άλογά του νικούσε πάντοτε και σκότωνε τους ηττημένους. Αυτό γινόταν είτε γιατί ο Οινόμαος είχε ερωτευτεί την ωραιότατη κόρη του είτε για να αποφύγει την πραγματοποίηση του χρησμού, ο οποίος του είχε προμαντεύσει τον θάνατό του από το χέρι του γαμπρού του. Ο Τανταλίδης Πέλοπας όμως κατάφερε να νικήσει, πείθοντας τον Μυρτίλο, τον ηνίοχο του Οινόμαου, να αφαιρέσει ή να πριονίσει τον άξονα των τροχών (σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή του μύθου, τον Μυρτίλο έπεισε η ίδια η I. που ήταν ερωτευμένη με τον Πέλοπα). Το άρμα του Οινόμαου ανατράπηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Τότε ο Πέλοπας γκρέμισε στη θάλασσα τον Μυρτίλο και παντρεύτηκε την I. Απέκτησαν αρκετά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον Ατρέα, τον Θυέστη και τον Πιτθέα. Ο μύθος της I. αποτέλεσε θέμα των Ελλήνων τραγικών (Σοφοκλής και Ευριπίδης με τον Οινόμαο) και Λατίνων (ο Άκκιος με τον Oenomaus), των οποίων οι τραγωδίες δεν διασώζονται. 2. Μητέρα του Πολυποίτη και σύζυγος του Πειρίθου, βασιλιά των Λαπιθών. Στους γάμους της είχαν προσκληθεί και οι Κένταυροι, που μεθυσμένοι αποπειράθηκαν να βιάσουν τη νεαρή νύφη. Ο Πειρίθους όμως και οι Λαπίθες κατόρθωσαν να τους νικήσουν.
* * *
η
βλ. ιπποδάμειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἱπποδαμεία — Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείᾳ — Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem dat sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδαμείη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδάμεια — tamer of horses fem nom/voc sg Ἱπποδάμειον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείας — Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείαν — Ἱπποδαμείᾱν , Ἱπποδαμείη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείης — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (epic ionic) Ἱπποδαμείη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδάμειαν — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”